τριχοφάγος


τριχοφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
τριχοφάγος τρίχα + θ. αορ. έφαγον του τρώγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τριχοφάγος

✦ η πάθηση αλωπεκία, η κατά τόπους απόπτωση των τριχών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.