τρίγλυφο
Προφορά
Ετυμολογία
τρίγλυφο μεταγενέστερη ελληνική τρίγλυφον, └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. τρίγλυφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τρίγλυφο
✦ (αρχιτ.) διακοσμητικό τμήμα αποτελούμενο από τρεις κάθετες γλυφές στο διάζωμα δωρικού ναού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–