τουφέκισμα
Προφορά
Ετυμολογία
τουφέκισμα τουφεκίζω
Ερμηνεία
τουφέκισμα
✦ εκπυρσοκρότηση τουφεκιού, τουφεκιά
✦ εκτέλεση καταδίκου, αιχμαλώτου κτλ. με ομαδικούς πυροβολισμούς: τον τουφεκισμό των Ελλήνων τραυματιών από τους Γερμανούς (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–