τουΐντ
Προφορά
Ετυμολογία
τουΐντ └αγγλ┘tweed
Ερμηνεία
τουΐντ
✦ άκλ. είδος σκοτσέζικου μάλλινου υφάσματος, με τραχιά επιφάνεια και ανάμικτα χρώματα
✦ κ. ως επίθ. για ρούχα που κατασκευάστηκαν με αυτό το ύφασμα: παλτό τουΐντ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–