τομή
Προφορά
Ετυμολογία
τομή αρχαία ελληνική τομή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τομή
✦ διαίρεση, κόψιμο
✦ (χειρουργ.) διάνοιξη σάρκας με ειδικό εργαλείο
✦ σχεδιάγραμμα που παριστάνει τη μία από τις δύο υποθετικά τεμνόμενες επιφάνειες κατασκευής
✦ (μετρ.) η διαίρεση του στίχου κατά την απαγγελία σε δύο ή τρία μέρη και η θέση όπου γίνεται η διαίρεση αυτή
✦ (μαθημ.) το σημείο συναντήσεως δύο γραμμών
Συνώνυμα
τμήση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–