τζόγος


τζόγος
Προφορά

Ετυμολογία
τζόγος └ιταλ┘gioco

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τζόγος

✦ χαρτοπαιξία
✦ (γεν.) τυχερό παιχνίδι: χαλάνε τα λεφτά τους στον τζόγο και στις γυναίκες (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.