τζάκι
Προφορά
Ετυμολογία
τζάκι όψιμο μεσαιωνική ελληνική ὀτζάκι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τζάκι
✦ κτιστός χώρος μέσα στο σπίτι για το άναμμα της φωτιάς, εστία, παραγώνι, παραστιά: καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα (Ρ. Φιλύρας)
✦ οικογένεια, ιδ. η ονομαστή, σπιτικό: φρ. είναι παιδί από τζάκι (καλοαναθρεμμένο)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–