τετελεσμένος
Προφορά
Ετυμολογία
τετελεσμένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού τελέω-ῶ
Ερμηνεία
τετελεσμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) τελειωμένος: τετελεσμένα γεγονότα
✦ (γραμμ.) τετελεσμένος μέλλοντας, ρηματικός χρόνος που φανερώνει ότι το δηλούμενο από το ρήμα θα έχει συντελεσθεί στο μέλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–