ταχυκαρδία


ταχυκαρδία
Προφορά

Ετυμολογία
ταχυκαρδία └αγγλ┘tachycardia

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ταχυκαρδία

(ιατρ.) παθολογική επιτάχυνση των παλμών της καρδιάς

Συνώνυμα
ταχυπαλμία
Αντίθετα
βραδυκαρδία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.