ταχτική
Προφορά
Ετυμολογία
ταχτική αρχαία ελληνική τακτική, └θηλ┘ του επιθέτου τακτικός
Ερμηνεία
ταχτική
✦ τρόπος ενέργειας, συμπεριφοράς
✦ μεθοδική χρησιμοποίηση μέσων για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού
✦ η τάξη στη ζωή
✦ κλάδος της στρατιωτικής τέχνης που αφορά τον τρόπο διευθύνσεως των άμεσων επιχειρήσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–