τέχνημα
Προφορά
Ετυμολογία
τέχνημα αρχαία ελληνική τέχνημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τέχνημα
✦ το προϊόν έντεχνης εργασίας
✦ (γεν.) κάθε αντικείμενο που κατασκευάζεται ή διαμορφώνεται από τον άνθρωπο, και έχει κοινωνικά αναγνωρισμένη χρησιμότητα και χρήση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–