τάχα
Προφορά
Ετυμολογία
τάχα αρχαία ελληνική τάχα
Ερμηνεία
τάχα
✦ κ. τάχατε(ς) επίρρ. (ως μόριο συλλογιστικό) φαινομενικά, δήθεν
✦ (ως μόριο ενδοιαστ.) μήπως, μη τυχόν
✦ (ως μόρ. ερωτ.) άραγε, ποιος ξέρει αν
✦ φρ. κάνει τον τάχα, παριστάνει τον σπουδαίο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–