τάπητας


τάπητας
Προφορά

Ετυμολογία
τάπητας αρχαία ελληνική τάπης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τάπητας

✦ παχύ μάλλινο ύφασμα για επίστρωση δαπέδων, χαλί
✦ (κατ’ επέκτ.) καθετί που χρησιμεύει για επίστρωση: τάπητας του γηπέδου
✦ φρ. θέτω επί τάπητος, θέτω υπό συζήτηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.