τάκος


τάκος
Προφορά

Ετυμολογία
τάκος └βενετ┘ taco

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τάκος

✦ κομμάτι ξύλου που χρησιμεύει για υποστήριγμα
(μτφ. ) κομμάτι ψωμιού, ιδ. ξερού
✦ ωραία και εύσωμη γυναίκα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.