σχιζοφρένεια
Προφορά
Ετυμολογία
σχιζοφρένεια σχιζοφρενής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σχιζοφρένεια
✦ ψυχασθένεια που χαρακτηρίζεται κυρίως από αδυναμία προσαρμογής στο περιβάλλον, από διάσπαση της προσωπικότητας, και διαταραχή της λογικής σκέψης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–