σφαγιαστής


σφαγιαστής
Προφορά

Ετυμολογία
σφαγιαστής σφαγιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σφαγιαστής

✦ που σφαγιάζει
✦ (ιδ. μτφ.) που αδικεί, που καταστρέφει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.