συνολκή


συνολκή
Προφορά

Ετυμολογία
συνολκή μεταγενέστερη ελληνική συνολκή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνολκή

✦ συστολή, μάζεμα
✦ (παθολ.) ακούσια, παροδική και επώδυνη σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, η κράμπα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.