συνεχίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συνεχίζω μεσαιωνική ελληνική συνεχίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνεχίζω
✦ κάνω κατι χωρίς διακοπή, εξακολουθώ: συνεχίζει τις προσπάθειες – οι καθηγητές συνεχίζουν την απεργία
✦ (αμτβ.) εξακολουθώ να υφίσταμαι, να γίνομαι: συνεχίζεται η κακοκαιρία – η απεργία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παύω, σταματώ, διακόπτω
Επιρρήματα
–