συνερίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
συνερίζομαι αρχαία ελληνική συν-ερίζω
Ερμηνεία
συνερίζομαι
✦ κ. συνορίζομαι ρ. (συνερίστηκα) θυμώνω με κάποιον, θεωρώντας προσβλητικά τα λόγια ή τα έργα του: μην τον συνερίζεσαι, είναι λίγο αστόχαστος
✦ ανταγωνίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–