συμφιλιωτής


συμφιλιωτής
Προφορά

Ετυμολογία
συμφιλιωτής συμφιλιώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμφιλιωτής

✦ θηλ. συμφιλιώτρια αυτός που συμβάλλει σε συμφιλίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.