συμπλέκτης
Προφορά
Ετυμολογία
συμπλέκτης συμπλέκω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συμπλέκτης
✦ μέρος του μηχανισμού των αυτοκινήτων, μέσο για τη μετάδοση ή τη διακοπή της μετάδοσης της κίνησης από τον κινητήρα στο κιβώτιο ταχυτήτων και ως εκ τούτου στους τροχούς, ά. αμπραγιάζ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–