στύση
Προφορά
Ετυμολογία
στύση αρχαία ελληνική στῦσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στύση
✦ διόγκωση και σκλήρυνση (το σήκωμα) του πέους ή της κλειτορίδας των γυναικών από αφροσίδια διέγερση, καύλα: πέος εν στύσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–