στραμπουλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
στραμπουλίζω μεσαιωνική ελληνική στραμπουλίζω και στραγγουλίζω, συμφυρ. των └ιταλ┘strambare και strangolare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στραμπουλίζω
✦ εξαρθρώνω μέλος του σώματος με συστροφή
✦ στραγγαλίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–