στοιχείο
Προφορά
Ετυμολογία
στοιχείο αρχαία ελληνική στοιχεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στοιχείο
✦ καθένα από τα απλά μέρη ή συστατικά πραγμάτων από τα οποία αποτελείται ένα συγκεκριμένο ή αφηρημένο σύνολο, τμήμα ενός όλου ως οργανική του μονάδα
✦ φυσική δύναμη που ενεργεί αυτόματα (κεραυνός, θύελλα κτλ.)
✦ θεμελιώδης αρχή
✦ (χημ.) ολικό σώμα, που τα μόριά του δεν διασπώνται σε απλούστερα συστατικά
✦ καθένα από τα γράμματα του αλφαβήτου
✦ (τυπογρ.) το είδος του γράμματος, χαρακτήρας
✦ (μτφ. ) ό,τι συντελεί σε κάτι
✦ (για πρόσ.) παράγοντας καλής ή κακής κοινωνικής δράσης
✦ το ιδιαίτερο περιβάλλον κάποιου
✦ πληθ. στοιχεία, οι θεμελιώδεις γνώσεις οποιασδήποτε επιστήμης ή τέχνης
✦ (φιλοσοφ.) οι πρώτες αρχές και αιτίες των όντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–