στοιβάζω


στοιβάζω
Προφορά

Ετυμολογία
στοιβάζω μεταγενέστερη ελληνική στοιβάζω

Ερμηνεία
ρήμα στοιβάζω

✦ τοποθετώ πράγματα το ένα πάνω στο άλλο, σωριάζω, επισωρεύω: στοιβάζονται μπροστά μου τα έγγραφα της υπηρεσίας, μου φέρνουνε κι άλλα κάθε τόσο, ο σωρός υψώνεται από το πρωί (Γ. Θεοτοκάς)
✦ συμπιέζω πράγματα για να χωρέσουν σε περιορισμένο χώρο
✦ (μέσ.) στοιβάζομαι, συσσωρεύομαι: ας στοιβάζονταν τα νέφια, ας στοιβάζονταν τα χιόνια (Ι. Παπαδιαμαντόπουλος)
✦ συνωστίζομαι: ήρθανε στοιβαγμένοι, με το λεωφορείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.