στερεοτυπία
Προφορά
Ετυμολογία
στερεοτυπία στερεότυπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στερεοτυπία
✦ λήψη αρνητικού αντιτύπου (μήτρας) από στοιχειοθετημένη τυπογραφική σελίδα, πάνω στο οποίο χύνεται λιωμένο κράμα μολύβδου που δίνει έκτυπη μεταλλική πλάκα
✦ (μτφ. ) έλλειψη πρωτοτυπίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ιδιοτυπία, πρωτοτυπία
Επιρρήματα
–