στεγνωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
στεγνωτικός μεταγενέστερη ελληνική στεγνωτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στεγνωτικός -ή, -ό
✦ που κάνει κάτι στεγνό, αποξηραντικός |(ιατρ.) που αναστέλλει τις εκκρίσεις
✦ ουδ. το στεγνωτικό(ν) ως ουσ., ξηραντική ουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–