σταυροφόρος


σταυροφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
σταυροφόρος μεταγενέστερη ελληνική σταυροφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σταυροφόρος -α, -ο

✦ αυτός που φορεί σταυρό
✦ αρσ. ο σταυροφόρος ως ουσ., πολεμιστής του μεσαίωνα που έλαβε μέρος στις εκστρατείες για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.