σταυροφορία


σταυροφορία
Προφορά

Ετυμολογία
σταυροφορία σταυροφόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σταυροφορία

✦ σύνολο πολεμικών επιχειρήσεων, κατά τον 11ο-13ο αιώνα, των Δυτικοευρωπαίων εναντίον των μουσουλμάνων, με σκοπό ή πρόφαση την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων
(μτφ. ) αγώνας ομαδικός για την κατάκτηση κοινωνικού αγαθού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.