σπηλαιόβιος


σπηλαιόβιος
Προφορά

Ετυμολογία
σπηλαιόβιος σπήλαιον + βιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ σπηλαιόβιος -α, -ο

✦ που ζει σε σπήλαιο, τρωγλοδύτης
✦ (για ζώα) που μονιάζει σε σπηλιές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.