σουρτούκεμα


σουρτούκεμα
Προφορά

Ετυμολογία
σουρτούκεμα σουρτουκεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σουρτούκεμα

✦ η συνεχής περιπλάνηση στους δρόμους, αλητεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.