σκυλί
Προφορά
Ετυμολογία
σκυλί μεσαιωνική ελληνική σκυλίν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκυλί
✦ ο σκύλος
✦ (μτφ. ) πολύ σκληρός, ακούραστος, ακατάβλητος: είναι σκυλί στη δουλειά του
✦ άτεγκτος, ανυποχώρητος: φρ. σκυλί μονάχο
✦ (μτφ. ) υβριστικός χαρακτηρισμός μη χριστιανών
✦ φρ. πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, πέθανε άδικα – τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, για παλαιότερες εποχές μεγάλης ευημερίας – (παροιμ.) κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, οι κακοί άνθρωποι είναι μακρόβιοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–