σκουριά
Προφορά
Ετυμολογία
σκουριά αρχαία ελληνική σκωρία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκουριά
✦ οξείδιο που σχηματίζεται στην επιφάνεια των μετάλλων με την επίδραση του νερού ή του αέρα
✦ στερεά υπολείμματα από την καύση των λιθανθράκων
✦ άλατα που επικάθονται στα τοιχώματα μεταλλικών σκευών από βρασμένο νερό
✦ αρρώστια των φυτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–