σκοπεύτρια
Προφορά
Ετυμολογία
σκοπεύτρια μεταγενέστερη ελληνική σκοπευτής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκοπεύτρια
✦ θηλ. σκοπεύτρια που σημαδεύει και ρίχνει με όπλο σε κάποιο στόχο
✦ ο ικανός στη σκόπευση
✦ ο αθλούμενος στη σκοποβολή
✦ φρ. ελεύθερος σκοπευτής, πρόσωπο που μπορεί να δρα χωρίς δεσμεύσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–