σκληρότητα
Προφορά
Ετυμολογία
σκληρότητα αρχαία ελληνική σκληρότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκληρότητα
✦ η ιδιότητα του σκληρού, έλλειψη ελαστικότητας, ακαμψία: σκληρότητα του ξύλου
✦ σκληρότητα του νερού, μεγάλη περιεκτικότητα του νερού σε άλατα ασβεστίου και μαγνησίου
✦ (μτφ. ) αναλγησία, απονιά: συμπεριφέρθηκε με μεγάλη σκληρότητα στους συγγενείς του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μαλακότητα ,ευσπλαχνία, πονοψυχιά
Επιρρήματα
–