σκιάζω


σκιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
σκιάζω σκιά

Ερμηνεία
ρήμα σκιάζω

✦ φοβίζω, τρομάζω κάποιον: το ‘σκιαξες το παιδί με τις αγριοφωνάρες σου
✦ (μέσ.) σκιάζομαι, τρομάζω, φοβούμαι: ήταν ερημιά και σκιαχτήκαμε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.