σιφώνιο
Προφορά
Ετυμολογία
σιφώνιο μεταγενέστερη ελληνική σιφώνιον, υποκοριστικό του σίφων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σιφώνιο
✦ όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για τη λήψη μικρών ποσοτήτων υγρού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–