σερβιτόρος


σερβιτόρος
Προφορά

Ετυμολογία
σερβιτόρος └ιταλ┘servitore

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σερβιτόρος

✦ θηλ. σερβιτόρα κ. σερβιτόρισσα υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου, ζαχαροπλαστείου κτλ., που σερβίρει, γκαρσόνι
✦ υπηρέτης που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών ή ποτών σε γεύμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.