σανό Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σανόΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σανό.mp3Ετυμολογίασανό └σλαβ┘ seno Ερμηνεία σανό ✦ (πληθ. σανά) θερισμένο ξερό χόρτο που χρησιμοποιείται ως κτηνοτροφή: μοσκοβολάνε τα θερισμένα σανά (Κ. Βάρναλης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–