σανιδάς


σανιδάς
Προφορά

Ετυμολογία
σανιδάς σανίδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σανιδάς

✦ αυτός που κατασκευάζει, πουλά ή επεξεργάζεται σανίδες, μαραγκός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.