σαλαμοποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
σαλαμοποίηση σαλάμι + ποίηση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σαλαμοποίηση
✦ η λ. μτφ. για να δηλώσει τον τεμαχισμό, τη σταδιακή κατάτμηση εδάφους, πολιτικού σχηματισμού, οργανισμού κτλ., γεν. μιας ενότητας, ενός συνόλου που θεωρείται ενιαίο: υποθέτω ότι επίκειται ψήφισμα… για την ακόμη μεγαλύτερη πύκνωση των διαφημίσεων, δηλαδή για την ωμότερη και βιαιότερη σαλαμοποίηση του τηλεοπτικού προγράμματος (Ν. Βαγενάς) σαλαμοποίηση του κόμματος με τις αποχωρήσεις στελεχών και βουλευτών σαλαμοποίηση του Λιβάνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–