σαλαγώ
Προφορά
Ετυμολογία
σαλαγώ μεταγενέστερη ελληνική σαλαγέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σαλαγώ -άς, -ά
✦ αναδίνω βοή
✦ οδηγώ βοσκήματα με φωνές: οι τσοπαναραίοι είχαν αρχίσει να σαλαγάνε τα κοπάδια τους κατά τα χαμηλώματα (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–