σαλάμι
Προφορά
Ετυμολογία
σαλάμι └ιταλ┘salame
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σαλάμι
✦ είδος αλλαντικού από αλεσμένο κρέας και διάφορα καρυκεύματα
✦ φρ. μέθοδος του σαλαμιού (μτφρ. του αγγλικά salami technique ή salami tactics) τρόπος πραγματοποίησης ενός σχεδίου με την διαδοχική εκτέλεση μικρών ή ασήμαντων βημάτων
✦ (μτφ. ειδ. στην πολιτική) τμηματικές επιθέσεις, ενέργειες που αποσκοπούν στην κατάτμηση και φθορά αντίπαλης πολιτικής παράταξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–