σαββατογεννημένος
Προφορά
Ετυμολογία
σαββατογεννημένος Σάββατο + γεννημένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σαββατογεννημένος -η, -ο
✦ ο γεννημένος ημέρα Σάββατο και, κατά τη λαϊκή παράδοση, ευνοημένος από τη μοίρα, ικανός να επικοινωνεί με αόρατες δυνάμεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–