σήμανση


σήμανση
Προφορά

Ετυμολογία
σήμανση μεταγενέστερη ελληνική σήμανσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σήμανση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του σημαίνω, τοποθέτηση διακριτικού σημείου, σήματος: σήμανση των δρόμων
✦ αστυνομική υπηρεσία αρμόδια για τη λήψη και καταγραφή στοιχείων και ιδ. δακτυλικών αποτυπωμάτων κακοποιών ή υπόπτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.