σάκχαρο
Προφορά
Ετυμολογία
σάκχαρο μεταγενέστερη ελληνική σάκχαρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σάκχαρο
✦ η ζάχαρη (βλ. λ.)
✦ είδος υδατανθράκων που υπάρχουν συνήθως σε ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς
✦ ο σακχαροδιαβήτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–