ρούσικος
Προφορά
Ετυμολογία
ρούσικος Ρωσία
Ερμηνεία
ρούσικος
✦ -ή, -ό κ. ρούσικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο αναγόμενος στη Ρωσία ή τους Ρώσους, ο προερχόμενος από τη Ρωσία
✦ πληθ. ουδ. ρωσικά ως ουσ., η γλώσσα των Ρώσων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–