ροχάλισμα


ροχάλισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ροχάλισμα ροχαλίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ροχάλισμα

✦ ροχαλητό (βλ. λ.) : το δυνατό ροχάλισμά του την ενοχλούσε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.