ρουσφετολόγα


ρουσφετολόγα
Προφορά

Ετυμολογία
ρουσφετολόγα ρουσφέτι + λέγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρουσφετολόγα

✦ θηλ. ρουσφετολόγα που επιδιώκει ή κάνει ρουσφέτια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.