ρουμάνικος


ρουμάνικος
Προφορά

Ετυμολογία
ρουμάνικος Ρουμανία

Ερμηνεία
ρουμάνικος

✦ -ή, -ό κ. ρουμάνικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο αναφερόμενος στη Ρουμανία ή στους Ρουμάνους, ο προερχόμενος από τη Ρουμανία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.